Aυτά τα κόκκινα σημάδια

Αυτά τα κόκκινα σημάδια στους τοίχους, μπορεί να 'ναι κι από αίμα.
όλο το κόκκινο στις μέρες μας είναι αίμα, μπορεί να 'ναι κι απ' το λιόγερμα, που χτυπάει στον απέναντι τοίχο.
Κάθε δείλι τα πράγματα κοκκινίζουν πριν σβήσουν και ο θάνατος είναι πιο κοντά. Έξω απ' τα κάγκελα, είναι οι φωνές των παιδιών, και το σφύριγμα του τραίνου.
Τότε τα κελιά γίνονται πιο στενά, και πρέπει να σκεφτείς το φως σ' έναν κάμπο με στάχυα, και το ψωμί στο τραπέζι των φτωχών, και τις μητέρες να χαμογελάνε στα παράθυρα, για να βρεις λίγο χώρο να απλώσεις τα πόδια σου.
Κείνες τις ώρες, σφίγγεις το χέρι του συντρόφου σου, γίνεται μια σιωπή γεμάτη δέντρα, το τσιγάρο κομμένο στη μέση, γυρίζει από στόμα σε στόμα, όπως ένα φανάρι που ψάχνει το δάσος,- βρίσκουμε τη φλέβα που φτάνει στην καρδιά της άνοιξης, Χαμογελάμε.




Ως προς τους στίχους…
Είναι η ώρα που ο ήλιος γέρνει (λιόγερμα) και τεμαχισμένο το φως του φτάνει μέσα στο κελί. Μέσα εκεί που ο χωροχρόνος παραμορφώνεται και η ύπαρξη του ζεστού πλανήτη δεν αποτελεί βεβαιότητα. Μπορεί να κάνεις πολύ καιρό να αντικρύσεις αυτό που από παιδί έμαθες να αποκαλείς «ήλιο». Μέσα σ' αυτό το βασίλειο του θανάτου, η ίδια η καθημερινότητα έχει επιβάλει μία και μόνο σκέψη μπροστά στη θέα του κόκκινου. Κι αν δεν είναι το αίμα, αλλά το φως του ήλιου που αναγγέλλει τη λήξη ακόμη μιας μέρας και αυτό το θάνατο θυμίζει. Τον πραγματικό χωροχρόνο που σου στερούν. Τη ζωή, την έκφραση, την ελευθερία κινήσεων, τα ταξίδια.. Και τότε νιώθεις το κελί να σε πνίγει και πρέπει να σκεφτείς όλα αυτά για τα οποία αγωνίζεσαι για να κερδίσεις λίγο ζωτικό χώρο. Κείνες τις ώρες, είναι η αλληλεγγύη και το πάθος για τη λευτεριά, που μέσα και στο πιο βαθύ σκοτάδι λάμπουν και μοιράζουν χαμόγελα. Εκεί που όλοι στέκουν ακίνητοι σαν δέντρα, που τα κλαδιά τους μπλέκονται και αλληλοστηρίζονται, που μοιράζονται το ίδιο χώμα, το ίδιο μοναδικό τσιγάρο, που κομμένο στη μέση γυρίζει γρηγορότερα, τις ίδιες σκέψεις. Κι εκεί μέσ' το 'καταχείμωνο' βρίσκουν ξανά το δρόμο για την πολυπόθητη 'άνοιξη' και χαμογελάνε.
Ως προς τους δημιουργούς..
Το τραγούδησε ο Νίκος Ξυλούρης, σε μουσική Χρήστου Λεοντή, στο δίσκο Καπνισμένο τσουκάλι (1975). Πρόκειται για μελοποιημένα αποσπάσματα του ομώνυμου ποιήματος, που έγραψε ο Γιάννης Ρίτσος όταν ήταν εξόριστος στο στρατόπεδο συγκέντρωσης πολιτικών κρατουμένων στο Κοντοπούλι Λήμνου το 1948-49.
Επειδή ό,τι και να πω για τη φωνή-ερμηνεία του Ξυλούρη θα 'ναι λίγο, δεν έχω σκοπό να είμαι σπάταλος. Είναι η φωνή ενός ανθρώπου που μεγάλωσε στη φύση κι έμαθε να τραγουδά τις χαρές και τις λύπες των λαϊκών ανθρώπων, στα απελευθερωτικά-εξαγνιστικά τους γλέντια.
Το ίδιο ισχύει και για τη μουσική του Χρήστου Λεοντή, η οποία είναι μεταξύ όλων των άλλων και τεφαρίκι πράμα για σαμπλάρισμα (μόλις κατοχύρωσα όμως την ιδέα, επίδοξοι αντιγραφείς, παρακαλώ μαζέψτε τα mpcs και τουμπεκιαστείτε). Η απαγγελία από τον ίδιο τον ποιητή κάνει το κομμάτι πολύ πιο ουσιώδες, ως προς την ζωντανή ιστορία που περιγράφει.
Ως προς όλα τα υπόλοιπα…
Εγώ πρώτη φόρα με θυμάμαι να το ακούω σε κάποια σχολική γιορτή για την επέτειο του Πολυτεχνείου. Σε μια από αυτές τις θεατρινίστικες γιορτές που παρουσίαζαν την λαϊκή εξέγερση (ένοπλη σε πολλές περιπτώσεις) σαν μία φοιτητική φιέστα (έτσι δηλαδή όπως θα θέλανε οι διοργανωτές-παιδαγωγοί να΄ναι οι μελλοντικές εξεγέρσεις). Ακίνδυνες γιορτές, που αναγκαστικά πλαισιώνονταν με επικίνδυνα τραγούδια. Τραγούδια που ποτέ δεν συζήταγε κανείς τι πραγματικά λένε, ποιοι τα έγραψαν, πού κλπ. Ερωτήματα που οι περισσότεροι ξεχνάνε με το πέρασμα του χρόνου, χωρίς να παίρνουν απαντήσεις και εφ' όρου ζωής αντιμετωπίζουν τα τραγούδια αυτά σαν τα 'κάλαντα' της επετείου. Ήμουν απ' τους 'τυχερούς' και κατάφερα σιγά σιγά να λύσω τη σπαζοκεφαλιά τους. Γύρω στα δέκα ήμουν όταν ρώτησα την κα Λίτσα, τη δασκάλα του πιάνου, ποιος είναι ο κύριος με το μούσι που είναι μαζί της στην φωτογραφία. «Ο Ρίτσος! Ο ποιητής! Ένας πολύ καλός άνθρωπος». Θυμάμαι πως η φωτογραφία ήταν ανθρώπινη και καθημερινή, όχι απάνθρωπη και δημοσιοσχετίστικη. Θυμάμαι ακόμα τη δανειστική βιβλιοθήκη του ωδείου, με λέξεις και ονόματα που δεν γνώριζα άλλα που με γοήτευαν ανεξήγητα. «Μανιφέστο, κομμουνισμός, Μαρξ, Ένγκελς». Θυμάμαι ακόμα τον πατέρα μου, όταν αντίκρυζε το «λυράρη»: «Γεια σου Ξυλούρη λεβέντη!», σαν όταν μίλαγε για τους οικοδόμους των εφηβικών του χρόνων, που κατέβαιναν με τους γκαζμάδες και ξηλώνανε τα πεζοδρόμια του κέντρου. Θυμάμαι πως ο τελευταίος στίχος ήταν ο πρώτος με τον οποίο κόλλησα ξανακούγοντας το κομμάτι μετά από χρόνια και αφού είχα ήδη αρχίσει και 'γω να γυρεύω την ίδια 'άνοιξη' και να σκάω το ίδιο χαμόγελο. Για να νιώσω την ουσία των υπόλοιπων στίχων, χρειάστηκε να περάσουν κάποια χρόνια ακόμη. Χρειάστηκε να μου γνωστοποιηθεί πόσο πραγματικά επικίνδυνο για τους κρατούντες θεωρείται το χαμόγελο αυτό και τι μέσα χρησιμοποιούν για να το εξαφανίσουν. Χρειάστηκε να περάσω αρκετές βόλτες από κρατητήρια, να με περιφέρουν με χειροπέδες, να δω από μέσα τον έξω κόσμο να συνεχίζει ακάθεκτος. Να ενώσω την φωνή μου απ' έξω, με τις φωνές των μέσα, να δω γροθιές υψωμένες στα παράθυρα και μάτια λαμπερά, καρφωμένα σε μας τους τόσο 'γνωστούς' άγνωστους πίσω απ'τη μάντρα, να, να, να… Κομμάτια σαν και αυτό σου δίνουν το χέρι και σου δείχνουν το δύσκολο δρόμο. Ενώ το αλληλέγγυο χαμόγελό-χάδι τους, είναι πάντα εκεί για να σε συνεφέρει, όταν σε βρίσκουν εύκολο οι κακοτοπιές.
Υ.Γ.
Ο Ρίτσος δεν ήταν diy
Μιλάμε για μία εποχή που η εμπορευματοποίηση της τέχνης δεν είχε καμία σχέση με αυτό που ζούμε σήμερα. Η λειτουργία του diy λοιπόν, δεν ήταν ζωτικής σημασίας για τους ανθρώπους που αγωνίζονταν. Σήμερα αξιολογώντας τις εμπειρίες τους, και με βάση τις δικές μας ανάγκες, στη δικιά μας εποχή, οφείλουμε να πάρουμε τη σκυτάλη και να πάμε παραπέρα.
Εμείς, που είδαμε τον κομμουνισμό να τραβάει τα πάνδεινα απ' τους 'κομμουνιστές', αυτές τις δανειστικές βιβλιοθήκες να αντικατοπτρίζουν το κόμμα, γραφικές, απόμακρες και ανενεργές, τους οικοδόμους αντί για πεζοδρόμια (αυτά τα αφήσανε για τους «πράκτορες») να σπάνε πιάτα, τραγουδώντας «αν ξυπνήσεις μονομιάς..» και τους μπουρζουάδες, εχθρούς και φονιάδες των έγκλειστων ηρώων του Ρίτσου, να πλουτίζουν κατέχοντας τα πνευματικά δικαιώματα των συναισθημάτων τους, θα 'μαστέ άξιοι της μοίρας μας και ανάξιοι της κληρονομιάς μας, αν επαναλάβουμε τα ίδια λάθη.