Ε ναι λοιπόν είμαστε εμείς που έχουμε πάλι την οργή,
είμαστε εμείς που δεν ξεκουραστήκαμε κι ας ήταν Κυριακή,
εμείς που αν δε με πιάνεις δεν ήσουνα εκεί
ούτε κ’ αντάμωσες το επόμενο πρωί ένα μαθητή.
Είμαστε εμείς που κρύψαμε τον ουρανό,
κάναμε νύχτα κάθε μέρα για κάθε ένστολο φρουρό,
πίσω από πέτρες βροχή, δεν πρόκειται για προσευχή,
οργή που ο κάθε καταπιεσμένος πια δεν συγκρατεί.
Είμαι στο δρόμο διαρκώς ξέρεις τι πάει να πεί,
πως προφανώς δεν έχω μόνο την οργή, έχω το πείσμα,
το θάρρος, το φόβο να νικήσω κι ένα ολόκληρο στρατό από γουρούνια ν’ αντιμετωπίσω.
Κι αν δεν ανατριχιάζεις τώρα όπως εγώ,
είναι που ’μαστε φτιαγμένοι από άλλο υλικό,
εγώ τις πέτρες μου τις πέταξα όλες εκεί που πρέπει,
εσύ μια πήρες και έβαλες στο στήθος σου γι’ αφέντη.
Έχουμε την οργή - χρέωσε μας την επιλογή
Οργή - να πενθούμε πολεμώντας δίχως τέλος ούτε αρχή
Έχουμε την οργή - να υπάρχουμε σε πείσμα των καιρών,
να τσιγκλάμε απομεινάρια γερασμένων συνθηκών.
Έχουμε την οργή - χρέωσε μας την επιλογή
Οργή - να σκοτώνουμε το θάνατο σε κάθε μας ζωή
Έχουμε την οργή - κάνουμε όνειρα με μάτια ανοιχτά,
ενσαρκώνουμε τους άγριους εφιάλτες σας ξανά.
Καθένας λοιπόν κάνει ότι του αναλογεί,
έτσι οι γιαγιάδες στ’ όνομα του ανάψανε κερί κ’ γω
μ’ ευλάβεια στο μπουκάλι στερέωσα στουπί.
Από τα πρώτα που φύγαν κι ήταν μεγάλη μου τιμή.
Όσο για εσένα που απ’ τη πρώτη στιγμή σε βρήκα θεατή,
πιστό στην κατανάλωση εχθρό για τη ζωή,
που όλο αυτό το’ δες σαν ξέσπασμα το βρήκες ¨λογικό¨
μα αγανάκτησες που κράτησε ¨λιγάκι¨ παραπάνω.
Κοίτα τα δάχτυλα μου, τα γάντια μου σκισμένα,
μα κ’ πάλι δεν θα νιώσεις πως περνούσε κάθε μέρα,
φωτισμένα πρόσωπα άγνωστα-γνωστά με τη φωτιά
σύμμαχο, αντίδοτο, όπλο κ’ συντροφιά.
Κι αφού απέφυγες τα χημικά και τούτη τη φορά,
κάτι που καίγεται κοντά μύρισε αφυπνιστικά κι έτσι σε κέρδισα,
σε ανάγκασα, σου άνοιξα τ’ αυτιά,
σ’ έκανα να με φοβηθείς κι έτσι με πήρες σοβαρά.
Κι έτσι βρέθηκες σε μέρη που ούτε είχες φανταστεί,
κατειλημμένα δημαρχεία ξεπήδησαν εδώ και εκεί.
Κατειλημμένη γσεε, κατειλημμένη κάθε σχολή,
εξεγερμένες πιρουέτες στη δικιά μας Λυρική.
Που ήσουν λοιπόν αυτές τις μέρες που καλλιτέχνες ήταν όλοι,
δρόμοι θέατρα κατάμεστα, τρελάθηκε η πόλη,
είσαι απ’ αυτούς που απ’ ένα έγχρωμο εξώστη θα με δουν
κ’ όλα τ’ άλλα που μου λες μπορούν να παν να γαμηθούν.
Και τώρα που εφευρίσκουνε καινούριους στρατούς,
τολμάνε και εκδικούνται την εξέγερση μ’ ακούς; Αν ακούς,
κι αν όσα έζησες τιμάς μη σταματάς,
έχουμε πόλεμο απαντάς, σταμάτα οίκτο να ζητάς.
Καμουφλάζ κάθε συγχωροχάρτι πρόστυχης ανακωχής,
ζούμε το κυνήγι μαγισσών της νέας εποχής,
ζούμε με τους φίλους μας να’ ναι στη φυλακή,
άλλοι επικηρυγμένοι και άλλοι αιώνια ζωντανοί.
Γιατί, χτυπάνε έναν να τρομάξουν εκατό,
τώρα πού’ χουμε φουντώσει τον επαναστατικό χορό,
με όλα τα μέσα, χωρίς φετιχισμούς,
χωρίς αποκηρύξεις, μα ούτε ανώφελους ηρωισμούς.
Χωρίς το φόβο ή την πεθυμιά μίας πρόσκαιρης κατάληξης,
χτυπάμε φλέβα για την καρδιά της άνοιξης.
Κάνουμε όνειρα με μάτια ανοιχτά
και ενσαρκώνουμε τους άγριους εφιάλτες σας ξανά.
..λοιπόν.. για όσους με λένε ακόμα πράκτορα ή παραπλανημένο,
είμαστε απλά μια όμορφη εικόνα από το μέλλον.
Από κείνους που τη Βάρκιζα δεν αναγνώρισαν ποτέ,
γιατί κανένας Δεκέμβρης δεν τέλειωσε ποτέ.
Τα αντίπαλα στρατόπεδα χωρίζονται ξανά
ή με την εξέγερση ή με την κανονικότητα.
Ή με τις κουκούλες φίλοι μου ή με τις γραβάτες.
Hasta la muerte mis amigos.. ή πιο απλά, …ραντεβού στα γουναράδικα.
Ε ναι λοιπόν είμαστε εμείς που έχουμε πάλι την οργή,
είμαστε εμείς που δεν ξεκουραστήκαμε κι ας ήταν Κυριακή,
εμείς που αν δε με πιάνεις δεν ήσουνα εκεί
ούτε κ’ αντάμωσες το επόμενο πρωί ένα μαθητή.
Είμαστε εμείς που κρύψαμε τον ουρανό,
κάναμε νύχτα κάθε μέρα για κάθε ένστολο φρουρό,
πίσω από πέτρες βροχή, δεν πρόκειται για προσευχή,
οργή που ο κάθε καταπιεσμένος πια δεν συγκρατεί.
Είμαι στο δρόμο διαρκώς ξέρεις τι πάει να πεί,
πως προφανώς δεν έχω μόνο την οργή, έχω το πείσμα,
το θάρρος, το φόβο να νικήσω κι ένα ολόκληρο στρατό από γουρούνια ν’ αντιμετωπίσω.
Κι αν δεν ανατριχιάζεις τώρα όπως εγώ,
είναι που ’μαστε φτιαγμένοι από άλλο υλικό,
εγώ τις πέτρες μου τις πέταξα όλες εκεί που πρέπει,
εσύ μια πήρες και έβαλες στο στήθος σου γι’ αφέντη.
Έχουμε την οργή - χρέωσε μας την επιλογή
Οργή - να πενθούμε πολεμώντας δίχως τέλος ούτε αρχή
Έχουμε την οργή - να υπάρχουμε σε πείσμα των καιρών,
να τσιγκλάμε απομεινάρια γερασμένων συνθηκών.
Έχουμε την οργή - χρέωσε μας την επιλογή
Οργή - να σκοτώνουμε το θάνατο σε κάθε μας ζωή
Έχουμε την οργή - κάνουμε όνειρα με μάτια ανοιχτά,
ενσαρκώνουμε τους άγριους εφιάλτες σας ξανά.
Καθένας λοιπόν κάνει ότι του αναλογεί,
έτσι οι γιαγιάδες στ’ όνομα του ανάψανε κερί κ’ γω
μ’ ευλάβεια στο μπουκάλι στερέωσα στουπί.
Από τα πρώτα που φύγαν κι ήταν μεγάλη μου τιμή.
Όσο για εσένα που απ’ τη πρώτη στιγμή σε βρήκα θεατή,
πιστό στην κατανάλωση εχθρό για τη ζωή,
που όλο αυτό το’ δες σαν ξέσπασμα το βρήκες ¨λογικό¨
μα αγανάκτησες που κράτησε ¨λιγάκι¨ παραπάνω.
Κοίτα τα δάχτυλα μου, τα γάντια μου σκισμένα,
μα κ’ πάλι δεν θα νιώσεις πως περνούσε κάθε μέρα,
φωτισμένα πρόσωπα άγνωστα-γνωστά με τη φωτιά
σύμμαχο, αντίδοτο, όπλο κ’ συντροφιά.
Κι αφού απέφυγες τα χημικά και τούτη τη φορά,
κάτι που καίγεται κοντά μύρισε αφυπνιστικά κι έτσι σε κέρδισα,
σε ανάγκασα, σου άνοιξα τ’ αυτιά,
σ’ έκανα να με φοβηθείς κι έτσι με πήρες σοβαρά.
Κι έτσι βρέθηκες σε μέρη που ούτε είχες φανταστεί,
κατειλημμένα δημαρχεία ξεπήδησαν εδώ και εκεί.
Κατειλημμένη γσεε, κατειλημμένη κάθε σχολή,
εξεγερμένες πιρουέτες στη δικιά μας Λυρική.
Που ήσουν λοιπόν αυτές τις μέρες που καλλιτέχνες ήταν όλοι,
δρόμοι θέατρα κατάμεστα, τρελάθηκε η πόλη,
είσαι απ’ αυτούς που απ’ ένα έγχρωμο εξώστη θα με δουν
κ’ όλα τ’ άλλα που μου λες μπορούν να παν να γαμηθούν.
Και τώρα που εφευρίσκουνε καινούριους στρατούς,
τολμάνε και εκδικούνται την εξέγερση μ’ ακούς; Αν ακούς,
κι αν όσα έζησες τιμάς μη σταματάς,
έχουμε πόλεμο απαντάς, σταμάτα οίκτο να ζητάς.
Καμουφλάζ κάθε συγχωροχάρτι πρόστυχης ανακωχής,
ζούμε το κυνήγι μαγισσών της νέας εποχής,
ζούμε με τους φίλους μας να’ ναι στη φυλακή,
άλλοι επικηρυγμένοι και άλλοι αιώνια ζωντανοί.
Γιατί, χτυπάνε έναν να τρομάξουν εκατό,
τώρα πού’ χουμε φουντώσει τον επαναστατικό χορό,
με όλα τα μέσα, χωρίς φετιχισμούς,
χωρίς αποκηρύξεις, μα ούτε ανώφελους ηρωισμούς.
Χωρίς το φόβο ή την πεθυμιά μίας πρόσκαιρης κατάληξης,
χτυπάμε φλέβα για την καρδιά της άνοιξης.
Κάνουμε όνειρα με μάτια ανοιχτά
και ενσαρκώνουμε τους άγριους εφιάλτες σας ξανά.
..λοιπόν.. για όσους με λένε ακόμα πράκτορα ή παραπλανημένο,
είμαστε απλά μια όμορφη εικόνα από το μέλλον.
Από κείνους που τη Βάρκιζα δεν αναγνώρισαν ποτέ,
γιατί κανένας Δεκέμβρης δεν τέλειωσε ποτέ.
Τα αντίπαλα στρατόπεδα χωρίζονται ξανά
ή με την εξέγερση ή με την κανονικότητα.
Ή με τις κουκούλες φίλοι μου ή με τις γραβάτες.
Hasta la muerte mis amigos.. ή πιο απλά, …ραντεβού στα γουναράδικα.
Τα αντίπαλα στρατόπεδα χωρίζονται ξανά
ή με την εξέγερση ή με την κανονικότητα.
Ή με τις κουκούλες φίλοι μου ή με τις γραβάτες.
Hasta la muerte mis amigos.. ή πιο απλά, …ραντεβού στα γουναράδικα.