Πρόκειται για ένα ποίημα του γερμανού Βολφ Μπίρμαν μελοποιημένο απ' τον Θάνο Μικρούτσικο και ερμηνευμένο για πρώτη φορά απ' την Μαρία Δημητριάδη στο δίσκο «Πολιτικά τραγούδια» (1976). Ο Μπίρμαν γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Δυτική Γερμανία. Στα 17 του ωστόσο επέλεξε να περάσει στην Ανατολική πλευρά, εκεί που θεωρούσε πως οι κομμουνιστικές ιδέες γίνονταν πράξη και έφτιαχναν έναν καλύτερο κόσμο. Με τα ποιήματά του, τα τραγού- δια του και διάφορα άλλα μέσα με τα οποία πειραματίστηκε, προσπάθησε να συνεισφέρει σε αυτή την κατεύθυνση ερχόμενος συχνά σε σύγκρουση με το κομμουνιστικό καθεστώς. Αυτή η σύγκρουση κορυφώθηκε το 1963, όταν διαγράφηκε από το κόμμα σαν «προδότης» και του απαγορεύτηκε να εκδώσει ή να εκτελέσει δημόσια οποιοδή- ποτε έργο του. Το '76 και ενώ το τείχος του Βερολίνου σκίζει πλέον την πόλη και τη χώρα στα δύο, το Ανατολικό καθεστώς τον εξορίζει στη Δυτική πλευρά δίνοντάς του άδεια για μια περιοδεία εκεί και απαγορεύοντάς του στη συνέχεια να επιστρέψει. Σ' αυτό το ποίημα, ο Μπίρμαν τα βάζει με διάφορες (αντι)κοινωνικές ομάδες και με μία φράση κλειδί δηλώνει πως αυτές οι ομάδες είναι υπαρκτές και απ' τις δυο πλευρές του «τείχους». «Σ' αυτήν την πόλη που στα δυο έχει σκιστεί, τους έχω βαρεθεί.» Ζώντας στο Ανατολικό Βερολίνο εκείνη την εποχή, προφανώς οι στίχοι του στόχευαν πρωτίστως τους «συντρόφους» του. Αυτούς ζούσε, σε αυτούς υπολόγιζε και από αυ- τών τα έργα είχε απογοητευτεί. Στην Ελλάδα η χρονική περίοδος που κυκλοφόρησε το τραγούδι δεν είναι καθόλου τυχαία. Η μεταπολίτευση ήταν μια περίοδος κατά την οποία η κοινωνική πόλωση ήταν ευδιάκριτη και αρκετά έντονη. Το ίδιο συμβαίνει και σήμερα. Τα «τείχη» δεσπόζουν, απλά έχουν εξελιχθεί-καμουφλαριστεί. Δεν υπάρχουν φυλάκια, αφού οι έλεγχοι πραγματοποιούνται σε ανύποπτο τόπο και χρόνο. Η πόλη βιώνει τις αντιθέσεις της σε τραγελαφικό βαθμό. Την ώρα που στο κέντρο της Αθήνας ο κόσμος φωνάζει ρυθμικά «κλέφτες-κλέφτες» και γίνονται προσπάθειες κατάληψης του κοινοβουλίου, στα κέντρα διασκέδασης της Γλυφάδας τα λιγοστά ψίχουλα του μηνιάτικου επιστρέφουν οικειοθελώς στις τσέπες των «κλεφτών» (πάντα τραγουδώντας ρυθμικά). Σε πολλές περιπτώσεις μάλιστα, οι πρωταγωνιστές των δύο σκηνικών συμπίπτουν παίζοντας και στα δύο ταμπλό. Βιώνοντας και εγώ συνειδητά τις προσωπικές μου αντιφάσεις (μακριά από μένα ο ρόλος του ιεροκήρυκα...) και έχοντας επαφή και με τις δύο πλευρές του σύγχρονου «τείχους», βλέπω πως και σήμερα όσα ο Μπίρμαν στηλιτεύει είναι με κάποιο τρόπο υπαρκτά εκατέρωθεν. Τα αγαπημένα μου 6στιχα είναι το πρώτο και το τελευταίο, αλλά μιας και ξαναδιαβάζοντάς τα διαπίστωσα πως ό,τι έχω να πω για το πρώτο το 'χω ήδη πει στο «ska-τα» και πρόσφατα στο «ξεskaρτάρισμα», θα αποφύγω την επανάληψη και θα εκμεταλλευτώ την ευκαιρία για διαφήμιση παραπέμποντας σας σε αυτά (με ένα σμπάρο δυό τριγώνια δηλαδή..). Ας ασχοληθούμε λοιπόν με τους «ποιητές» (μεταφράζοντας ελεύθερα και σε «καλλιτέχνες»), στους οποίους στέκεται και ο συνθέτης στο τέλος του κομματιού και τους τα ψάλλει κατ' επανάληψη. Και για να το φέρουμε στην ελληνική πραγματικότη- τα, ας θυμηθούμε λίγο και τον Νικόλα που τα 'λεγε με μοναδικό τρόπο για αυτού του είδους τους επαγγελματίες...